- ἔγημε
- γαμέωD Deor.aor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оженитисѧ — ОЖЕН|ИТИСѦ (70), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Жениться, вступить в брак (о мужчине): Попъ аще оженитьсѧ. прѣставити и отъ чинѹ. (ἐὰν γήμῃ) КЕ XII, 84б; Довъльнии же и оженьшеисѧ сами себѣ быти. сѹди˫а. (οἱ γεγαμηκότες) Там же, 223б; оженисѧ ст҃ославъ. олговиць … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CADMUS — I. CADMUS Agenoris fil. Phoenicum Rex. Alii eum e Tyro, alii autem e Sidone arcessunt, quibus habenda potior fides, quia Cadmi aevô Tyrus nondum erat condita. Regis filium Graeci faciunt, ut suo honori consulant, quia regnavit in Graecia; sed hoc … Hofmann J. Lexicon universale
PRAXIDICE — nympha ex Tremilo filium habuit Cragum, qui Lyciae monti nomen dedit, Steph. Suidas in Πραξιδίκη: Διονύσιος δε, εν κτίσεσιν, Ω᾿᾿γόγου ῾φησἲ θυγατέρες. Α᾿λαλκομενίαν, Θελξίνειαν, Αὐλίδα, ἃςὕςτερον Πραξιδίκας ὠνομαςθῆναι. Earum aedem et iusiurandum … Hofmann J. Lexicon universale
κυνογάμια — κυνογάμια, τὰ (Α) τελετή γάμου κυνικού φιλοσόφου («Ἱππαρχίαν... δημοσίῃ ἔγημε καὶ τά κυνογάμια ἐν τῇ Ποικίλη ἐτέλεσε», Θεοδώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γάμια (< γάμος), πρβλ. θεο γάμια, κοινο γάμια] … Dictionary of Greek
προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… … Dictionary of Greek
ἔγημ' — ἔγημα , γαμέω D Deor. aor ind act 1st sg ἔγημε , γαμέω D Deor. aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)